παραυδώ

παραυδώ
-άω, Α
(ποιητ. τ.)
1. μιλώ παρηγορητικά, λέγω παρηγορητικούς λόγους, παρηγορώ, ενθαρρύνω («μύθοις ἀγανοῑσι πααυδήσας», Ομ. Οδ.)
2. προσπαθώ να πείσω κάποιον να πράξει κάτι, συμβουλεύω («μὴ ταῡτα παραύδα», Ομ. Οδ.)
3. παρουσιάζω, παριστάνω κάτι θλιβερό ως ευχάριστο («μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + αὐδῶ «ομιλώ» (< αὐδή «φωνή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οξυπαραύδητος — ὀξυπαραύδητος, ον (Α) αυτός που φωνάζει πολύ δυνατά, άγρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + παραυδῶ «ομιλώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”